- ἀκοσμήεις
- ἀκοσμ-ήεις, εσσα, εν,A = ἄκοσμος, Nic.Al. 175.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ακοσμήεις — ἀκοσμήεις, ήεσσα, ῆεν (Α) [ἄκοσμος] άκοσμος, ταραχώδης … Dictionary of Greek
ἀκοσμήεσσα — ἀκοσμήεις fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκοσμος — η, ο (Α ἄκοσμος, ον) απρεπής, ανάρμοστος αρχ. 1. άτακτος, ακατάστατος 2. αστόλιστος 3. άσημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κόσμος. ΠΑΡ. ακοσμία αρχ. ἀκοσμήεις, ἀκοσμῶ] … Dictionary of Greek